- ψευδολογίας
- ψευδολογίᾱς , ψευδολογίαfalsehoodfem acc plψευδολογίᾱς , ψευδολογίαfalsehoodfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τερατεία — ἡ, Α [τερατεύομαι] 1. αφήγηση τερατωδών, θαυμαστών και αλλόκοτων συμβάντων, τερατολογία (α. «νοῡν ἡμῑν παρέχουσι καὶ τερατείαν», Αριστοφ. β. «ουδὲ τοὺς τερατείας καὶ ψευδολογίας μεστούς», Ισοκρ.) 2. φανταστική ιστορία, παραμύθι 3. μαντική 4. φρ.… … Dictionary of Greek
υλικός — ή, ό / ὑλικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὕλη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύλη ή αποτελείται από ύλη, σε αντιδιαστολή προς τον άυλο (α. «υλικός κόσμος» β. «ὑλικὴ ουσία», Αριστοτ.) 2. εγκόσμιος, γήινος, φθαρτός, σε αντιδιαστολή με τον υπερκόσμιο, τον… … Dictionary of Greek